μυθοποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μυθοποιητικός | η | μυθοποιητική | το | μυθοποιητικό |
| γενική | του | μυθοποιητικού | της | μυθοποιητικής | του | μυθοποιητικού |
| αιτιατική | τον | μυθοποιητικό | τη | μυθοποιητική | το | μυθοποιητικό |
| κλητική | μυθοποιητικέ | μυθοποιητική | μυθοποιητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μυθοποιητικοί | οι | μυθοποιητικές | τα | μυθοποιητικά |
| γενική | των | μυθοποιητικών | των | μυθοποιητικών | των | μυθοποιητικών |
| αιτιατική | τους | μυθοποιητικούς | τις | μυθοποιητικές | τα | μυθοποιητικά |
| κλητική | μυθοποιητικοί | μυθοποιητικές | μυθοποιητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μυθοποιητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την μυθοποίηση, αναφέρεται σ' αυτή ή συμβάλλει σ' αυτή
Αντώνυμα
Συγγενικά
- μυθοποιητικά
- → δείτε τις λέξεις από και μύθος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.