απομυθοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

απομυθοποιώ < απο- + μυθοποιώ < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική entmythologisieren

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.mi.θo.piˈo/

Ρήμα

απομυθοποιώ (παθητική φωνή: απομυθοποιούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.