απομείωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απομείωση | οι | απομειώσεις |
| γενική | της | απομείωσης* | των | απομειώσεων |
| αιτιατική | την | απομείωση | τις | απομειώσεις |
| κλητική | απομείωση | απομειώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απομειώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απομείωση < μεσαιωνική ελληνική ἀπομείωσις
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.poˈmi.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐μεί‐ω‐ση
Ουσιαστικό
απομείωση θηλυκό
- (επιπλέον, περαιτέρω) μείωση
- ※ Νέα απομείωση χρέους το φθινόπωρο (εφημερίδα Έθνος, 18/2/2013)
- ≈ συνώνυμα:: ελάττωση, μείωση
- (λογιστική) η μείωση της αξίας περιουσιακού στοιχείου, στην τρέχουσα αγοραία αξία του
- ↪ η απομείωση του λογισμικού είναι σημαντική λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης
Μεταφράσεις
απομείωση (λογιστική)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.