απομαγνητοφώνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απομαγνητοφώνηση οι απομαγνητοφωνήσεις
      γενική της απομαγνητοφώνησης των απομαγνητοφωνήσεων
    αιτιατική την απομαγνητοφώνηση τις απομαγνητοφωνήσεις
     κλητική απομαγνητοφώνηση απομαγνητοφωνήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απομαγνητοφώνηση < απομαγνητοφωνώ, απομαγνητοφώνη(σα) + -ση

Ουσιαστικό

απομαγνητοφώνηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.