απομαγνητοφώνηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απομαγνητοφώνηση | οι | απομαγνητοφωνήσεις |
| γενική | της | απομαγνητοφώνησης | των | απομαγνητοφωνήσεων |
| αιτιατική | την | απομαγνητοφώνηση | τις | απομαγνητοφωνήσεις |
| κλητική | απομαγνητοφώνηση | απομαγνητοφωνήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απομαγνητοφώνηση < απομαγνητοφωνώ, απομαγνητοφώνη(σα) + -ση
Ουσιαστικό
απομαγνητοφώνηση θηλυκό
- η διαδικασία μεταγραφής σε κείμενο των όσων λέγονται σε μια μαγνητοφωνημένη ή μαγνητοσκοπημένη συνομιλία
Μεταφράσεις
απομαγνητοφώνηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.