απολιτικοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απολιτικοποίηση | οι | απολιτικοποιήσεις |
| γενική | της | απολιτικοποίησης* | των | απολιτικοποιήσεων |
| αιτιατική | την | απολιτικοποίηση | τις | απολιτικοποιήσεις |
| κλητική | απολιτικοποίηση | απολιτικοποιήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, απολιτικοποιήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απολιτικοποίηση < α- + πολιτικοποίηση
Ουσιαστικό
απολιτικοποίηση θηλυκό
- η έλλειψη ενδιαφέροντος για την πολιτική καθώς και η μη ενασχόληση κάποιου μ’ αυτή
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
απολιτικοποίηση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.