πολιτικοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολιτικοποίηση οι πολιτικοποιήσεις
      γενική της πολιτικοποίησης των πολιτικοποιήσεων
    αιτιατική την πολιτικοποίηση τις πολιτικοποιήσεις
     κλητική πολιτικοποίηση πολιτικοποιήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολιτικοποίηση < (πολιτικοποιώ) πολιτικοποιη- + -ση. [1] Μορφολογικά αναλύεται σε πολιτικ(ή) + -ο- + -ποίηση

Ουσιαστικό

πολιτικοποίηση θηλυκό

  • (πολιτική) το ενδιαφέρον και η ενασχόληση με τα πολιτικά δρώμενα, την πολιτική ζωή γενικότερα (όχι όμως κομματικοποίηση)

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις πολίτης, πόλη και ποιώ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.