απολεπισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απολεπισμένος | η | απολεπισμένη | το | απολεπισμένο |
| γενική | του | απολεπισμένου | της | απολεπισμένης | του | απολεπισμένου |
| αιτιατική | τον | απολεπισμένο | την | απολεπισμένη | το | απολεπισμένο |
| κλητική | απολεπισμένε | απολεπισμένη | απολεπισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απολεπισμένοι | οι | απολεπισμένες | τα | απολεπισμένα |
| γενική | των | απολεπισμένων | των | απολεπισμένων | των | απολεπισμένων |
| αιτιατική | τους | απολεπισμένους | τις | απολεπισμένες | τα | απολεπισμένα |
| κλητική | απολεπισμένοι | απολεπισμένες | απολεπισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απολεπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απολεπίζω
Μεταφράσεις
απολεπισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.