λαρός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / λαρός τὸ λαρόν
      γενική τοῦ/τῆς λαροῦ τοῦ λαροῦ
      δοτική τῷ/τῇ λαρ τῷ λαρ
    αιτιατική τὸν/τὴν λαρόν τὸ λαρόν
     κλητική ! λαρέ λαρόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ λαροί τὰ λαρᾰ́
      γενική τῶν λαρῶν τῶν λαρῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς λαροῖς τοῖς λαροῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς λαρούς τὰ λαρᾰ́
     κλητική ! λαροί λαρᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ λαρώ τὼ λαρώ
      γεν-δοτ τοῖν λαροῖν τοῖν λαροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λᾱρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂u- (κέρδος, όφελος)

Επίθετο

λᾱρός, -ός, -όν (ποιητικός τύπος)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.