αποκωδικοποιήσιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκωδικοποιήσιμος η αποκωδικοποιήσιμη το αποκωδικοποιήσιμο
      γενική του αποκωδικοποιήσιμου της αποκωδικοποιήσιμης του αποκωδικοποιήσιμου
    αιτιατική τον αποκωδικοποιήσιμο την αποκωδικοποιήσιμη το αποκωδικοποιήσιμο
     κλητική αποκωδικοποιήσιμε αποκωδικοποιήσιμη αποκωδικοποιήσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκωδικοποιήσιμοι οι αποκωδικοποιήσιμες τα αποκωδικοποιήσιμα
      γενική των αποκωδικοποιήσιμων των αποκωδικοποιήσιμων των αποκωδικοποιήσιμων
    αιτιατική τους αποκωδικοποιήσιμους τις αποκωδικοποιήσιμες τα αποκωδικοποιήσιμα
     κλητική αποκωδικοποιήσιμοι αποκωδικοποιήσιμες αποκωδικοποιήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποκωδικοποιήσιμος < αποκωδικοποιώ + -ιμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική decodable)

Επίθετο

αποκωδικοποιήσιμος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.