αποκωδικοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποκωδικοποιώ < από + κωδικοποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική decode)

Ρήμα

αποκωδικοποιώ (παθητική φωνή: αποκωδικοποιούμαι)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.