αποκωδικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκωδικοποιώ < από + κωδικοποιώ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική decode)
Ρήμα
αποκωδικοποιώ (παθητική φωνή: αποκωδικοποιούμαι)
- διαβάζω τον κώδικα ενός σήματος ή μηνύματος, ώστε να γίνουν αναγνωρίσιμα
Συγγενικά
- αποκωδικοποίηση
- αποκωδικοποιήσιμος
- αποκωδικοποιητής
- → δείτε τις λέξεις από και κώδικας
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκωδικοποιώ | αποκωδικοποιούσα | θα αποκωδικοποιώ | να αποκωδικοποιώ | αποκωδικοποιώντας | |
| β' ενικ. | αποκωδικοποιείς | αποκωδικοποιούσες | θα αποκωδικοποιείς | να αποκωδικοποιείς | (αποκωδικοποίει) | |
| γ' ενικ. | αποκωδικοποιεί | αποκωδικοποιούσε | θα αποκωδικοποιεί | να αποκωδικοποιεί | ||
| α' πληθ. | αποκωδικοποιούμε | αποκωδικοποιούσαμε | θα αποκωδικοποιούμε | να αποκωδικοποιούμε | ||
| β' πληθ. | αποκωδικοποιείτε | αποκωδικοποιούσατε | θα αποκωδικοποιείτε | να αποκωδικοποιείτε | αποκωδικοποιείτε | |
| γ' πληθ. | αποκωδικοποιούν(ε) | αποκωδικοποιούσαν(ε) | θα αποκωδικοποιούν(ε) | να αποκωδικοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκωδικοποίησα | θα αποκωδικοποιήσω | να αποκωδικοποιήσω | αποκωδικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | αποκωδικοποίησες | θα αποκωδικοποιήσεις | να αποκωδικοποιήσεις | αποκωδικοποίησε | ||
| γ' ενικ. | αποκωδικοποίησε | θα αποκωδικοποιήσει | να αποκωδικοποιήσει | |||
| α' πληθ. | αποκωδικοποιήσαμε | θα αποκωδικοποιήσουμε | να αποκωδικοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | αποκωδικοποιήσατε | θα αποκωδικοποιήσετε | να αποκωδικοποιήσετε | αποκωδικοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | αποκωδικοποίησαν αποκωδικοποιήσαν(ε) |
θα αποκωδικοποιήσουν(ε) | να αποκωδικοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκωδικοποιήσει | είχα αποκωδικοποιήσει | θα έχω αποκωδικοποιήσει | να έχω αποκωδικοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκωδικοποιήσει | είχες αποκωδικοποιήσει | θα έχεις αποκωδικοποιήσει | να έχεις αποκωδικοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκωδικοποιήσει | είχε αποκωδικοποιήσει | θα έχει αποκωδικοποιήσει | να έχει αποκωδικοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκωδικοποιήσει | είχαμε αποκωδικοποιήσει | θα έχουμε αποκωδικοποιήσει | να έχουμε αποκωδικοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκωδικοποιήσει | είχατε αποκωδικοποιήσει | θα έχετε αποκωδικοποιήσει | να έχετε αποκωδικοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκωδικοποιήσει | είχαν αποκωδικοποιήσει | θα έχουν αποκωδικοποιήσει | να έχουν αποκωδικοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.