αποκλιμακωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποκλιμακωμένος | η | αποκλιμακωμένη | το | αποκλιμακωμένο |
| γενική | του | αποκλιμακωμένου | της | αποκλιμακωμένης | του | αποκλιμακωμένου |
| αιτιατική | τον | αποκλιμακωμένο | την | αποκλιμακωμένη | το | αποκλιμακωμένο |
| κλητική | αποκλιμακωμένε | αποκλιμακωμένη | αποκλιμακωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποκλιμακωμένοι | οι | αποκλιμακωμένες | τα | αποκλιμακωμένα |
| γενική | των | αποκλιμακωμένων | των | αποκλιμακωμένων | των | αποκλιμακωμένων |
| αιτιατική | τους | αποκλιμακωμένους | τις | αποκλιμακωμένες | τα | αποκλιμακωμένα |
| κλητική | αποκλιμακωμένοι | αποκλιμακωμένες | αποκλιμακωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποκλιμακωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκλιμακώνω
Μετοχή
αποκλιμακωμένος, -η, -ο
- που έχει αποκλιμακωθεί
- Ηταν πιο εύκολο να συνδιαλλαγούν με αποκλιμακωμένη πλέον την σύρραξη που προηγουμένως απειλούσε να οδηγήσει τη χώρα σε εμφύλιο
- → δείτε τη λέξη αποκλιμακώνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.