αποκλιμακώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
αποκλιμακώνω, παθητικό: αποκλιμακώνομαι
- μειώνω βαθμιαία την ένταση μίας κατάστασης ή μιας ενέργειας
- θα κάνουμε τα πάντα για να αποκλιμακώσουμε την ένταση στην περιοχή
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκλιμακώνω | αποκλιμάκωνα | θα αποκλιμακώνω | να αποκλιμακώνω | αποκλιμακώνοντας | |
| β' ενικ. | αποκλιμακώνεις | αποκλιμάκωνες | θα αποκλιμακώνεις | να αποκλιμακώνεις | αποκλιμάκωνε | |
| γ' ενικ. | αποκλιμακώνει | αποκλιμάκωνε | θα αποκλιμακώνει | να αποκλιμακώνει | ||
| α' πληθ. | αποκλιμακώνουμε | αποκλιμακώναμε | θα αποκλιμακώνουμε | να αποκλιμακώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποκλιμακώνετε | αποκλιμακώνατε | θα αποκλιμακώνετε | να αποκλιμακώνετε | αποκλιμακώνετε | |
| γ' πληθ. | αποκλιμακώνουν(ε) | αποκλιμάκωναν αποκλιμακώναν(ε) |
θα αποκλιμακώνουν(ε) | να αποκλιμακώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκλιμάκωσα | θα αποκλιμακώσω | να αποκλιμακώσω | αποκλιμακώσει | ||
| β' ενικ. | αποκλιμάκωσες | θα αποκλιμακώσεις | να αποκλιμακώσεις | αποκλιμάκωσε | ||
| γ' ενικ. | αποκλιμάκωσε | θα αποκλιμακώσει | να αποκλιμακώσει | |||
| α' πληθ. | αποκλιμακώσαμε | θα αποκλιμακώσουμε | να αποκλιμακώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποκλιμακώσατε | θα αποκλιμακώσετε | να αποκλιμακώσετε | αποκλιμακώστε | ||
| γ' πληθ. | αποκλιμάκωσαν αποκλιμακώσαν(ε) |
θα αποκλιμακώσουν(ε) | να αποκλιμακώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποκλιμακώσει | είχα αποκλιμακώσει | θα έχω αποκλιμακώσει | να έχω αποκλιμακώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποκλιμακώσει | είχες αποκλιμακώσει | θα έχεις αποκλιμακώσει | να έχεις αποκλιμακώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκλιμακώσει | είχε αποκλιμακώσει | θα έχει αποκλιμακώσει | να έχει αποκλιμακώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκλιμακώσει | είχαμε αποκλιμακώσει | θα έχουμε αποκλιμακώσει | να έχουμε αποκλιμακώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκλιμακώσει | είχατε αποκλιμακώσει | θα έχετε αποκλιμακώσει | να έχετε αποκλιμακώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκλιμακώσει | είχαν αποκλιμακώσει | θα έχουν αποκλιμακώσει | να έχουν αποκλιμακώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.