αποκλιμακώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποκλιμακώνω < από + κλιμακώνω (< κλίμακα)

Ρήμα

αποκλιμακώνω, παθητικό: αποκλιμακώνομαι

  1. μειώνω βαθμιαία την ένταση μίας κατάστασης ή μιας ενέργειας
    θα κάνουμε τα πάντα για να αποκλιμακώσουμε την ένταση στην περιοχή

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.