αποκλιμακούμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποκλιμακούμενος | η | αποκλιμακούμενη | το | αποκλιμακούμενο |
| γενική | του | αποκλιμακούμενου | της | αποκλιμακούμενης | του | αποκλιμακούμενου |
| αιτιατική | τον | αποκλιμακούμενο | την | αποκλιμακούμενη | το | αποκλιμακούμενο |
| κλητική | αποκλιμακούμενε | αποκλιμακούμενη | αποκλιμακούμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποκλιμακούμενοι | οι | αποκλιμακούμενες | τα | αποκλιμακούμενα |
| γενική | των | αποκλιμακούμενων | των | αποκλιμακούμενων | των | αποκλιμακούμενων |
| αιτιατική | τους | αποκλιμακούμενους | τις | αποκλιμακούμενες | τα | αποκλιμακούμενα |
| κλητική | αποκλιμακούμενοι | αποκλιμακούμενες | αποκλιμακούμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποκλιμακούμενος < λόγια μετοχή παθητικού ενεστώτα αποκλιμακώνομαι
Μετοχή
αποκλιμακούμενος, -η, -ο
- όταν αποκλιμακωθεί, αφού, εφόσον αποκλιμακωθεί σε μια ορισμένη στιγμή στο μέλλον, με προϋπόθεση να αποκλιμακωθεί
- Θα μπορέσουν να συζητήσουν, αποκλιμακουμένης όμως της έντασης που τώρα καθιστά κάθε συνεννόηση αδύνατη
- που αποκλιμακώνονται τώρα
- Αποκλιμακούμενα τα επιτόκια, ελευθερώνουν τις δυνάμεις της...
- Παράλληλα, αποκλιμακούμενα βαίνουν αυτή την ώρα και τα spreads
- όταν ή επειδή αποκλιμακώθηκε σε κάποια ορισμένη χρονική στιγμή του παρελθόντος
- αποκλιμακουμένης της έντασης, οι δύο ηγέτες τελικά συναντήθηκαν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.