αποκλιμάκωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποκλιμάκωση | οι | αποκλιμακώσεις |
| γενική | της | αποκλιμάκωσης* | των | αποκλιμακώσεων |
| αιτιατική | την | αποκλιμάκωση | τις | αποκλιμακώσεις |
| κλητική | αποκλιμάκωση | αποκλιμακώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποκλιμακώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποκλιμάκωση < αποκλιμακώνω
Ουσιαστικό
αποκλιμάκωση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του αποκλιμακώνω, η με διάφορα μέσα μείωση της έντασης, χαλάρωση μιας έντονης κατάστασης, η οποία είχε πρόσφατα πάρει μεγάλες διαστάσεις, η μείωση της βαθμίδας απειλής ή έντασης
Μεταφράσεις
αποκλιμάκωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.