αποκλιμακώνοντας
Νέα ελληνικά (el)
Μετοχή
αποκλιμακώνοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αποκλιμακώνω
- ↪ Αποκλιμακώνοντας την ένταση, κατάφερε να τους βάλει στο τραπέζι των συνομιλιών.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.