αποκεφαλίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποκεφαλίζομαι | αποκεφαλιζόμουν(α) | θα αποκεφαλίζομαι | να αποκεφαλίζομαι | ||
| β' ενικ. | αποκεφαλίζεσαι | αποκεφαλιζόσουν(α) | θα αποκεφαλίζεσαι | να αποκεφαλίζεσαι | (αποκεφαλίζου) | |
| γ' ενικ. | αποκεφαλίζεται | αποκεφαλιζόταν(ε) | θα αποκεφαλίζεται | να αποκεφαλίζεται | ||
| α' πληθ. | αποκεφαλιζόμαστε | αποκεφαλιζόμαστε αποκεφαλιζόμασταν |
θα αποκεφαλιζόμαστε | να αποκεφαλιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποκεφαλίζεστε | αποκεφαλιζόσαστε αποκεφαλιζόσασταν |
θα αποκεφαλίζεστε | να αποκεφαλίζεστε | (αποκεφαλίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αποκεφαλίζονται | αποκεφαλίζονταν αποκεφαλιζόντουσαν |
θα αποκεφαλίζονται | να αποκεφαλίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποκεφαλίστηκα | θα αποκεφαλιστώ | να αποκεφαλιστώ | αποκεφαλιστεί | ||
| β' ενικ. | αποκεφαλίστηκες | θα αποκεφαλιστείς | να αποκεφαλιστείς | αποκεφαλίσου | ||
| γ' ενικ. | αποκεφαλίστηκε | θα αποκεφαλιστεί | να αποκεφαλιστεί | |||
| α' πληθ. | αποκεφαλιστήκαμε | θα αποκεφαλιστούμε | να αποκεφαλιστούμε | |||
| β' πληθ. | αποκεφαλιστήκατε | θα αποκεφαλιστείτε | να αποκεφαλιστείτε | αποκεφαλιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αποκεφαλίστηκαν αποκεφαλιστήκαν(ε) |
θα αποκεφαλιστούν(ε) | να αποκεφαλιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποκεφαλιστεί | είχα αποκεφαλιστεί | θα έχω αποκεφαλιστεί | να έχω αποκεφαλιστεί | αποκεφαλισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποκεφαλιστεί | είχες αποκεφαλιστεί | θα έχεις αποκεφαλιστεί | να έχεις αποκεφαλιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποκεφαλιστεί | είχε αποκεφαλιστεί | θα έχει αποκεφαλιστεί | να έχει αποκεφαλιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποκεφαλιστεί | είχαμε αποκεφαλιστεί | θα έχουμε αποκεφαλιστεί | να έχουμε αποκεφαλιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποκεφαλιστεί | είχατε αποκεφαλιστεί | θα έχετε αποκεφαλιστεί | να έχετε αποκεφαλιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποκεφαλιστεί | είχαν αποκεφαλιστεί | θα έχουν αποκεφαλιστεί | να έχουν αποκεφαλιστεί | ||
Μεταφράσεις
αποκεφαλίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.