αποκεφαλιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποκεφαλιστής οι αποκεφαλιστές
      γενική του αποκεφαλιστή των αποκεφαλιστών
    αιτιατική τον αποκεφαλιστή τους αποκεφαλιστές
     κλητική αποκεφαλιστή αποκεφαλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποκεφαλιστής < (ελληνιστική κοινή) ἀποκεφαλιστής

Ουσιαστικό

αποκεφαλιστής αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.