αποκαλυπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκαλυπτικός η αποκαλυπτική το αποκαλυπτικό
      γενική του αποκαλυπτικού της αποκαλυπτικής του αποκαλυπτικού
    αιτιατική τον αποκαλυπτικό την αποκαλυπτική το αποκαλυπτικό
     κλητική αποκαλυπτικέ αποκαλυπτική αποκαλυπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκαλυπτικοί οι αποκαλυπτικές τα αποκαλυπτικά
      γενική των αποκαλυπτικών των αποκαλυπτικών των αποκαλυπτικών
    αιτιατική τους αποκαλυπτικούς τις αποκαλυπτικές τα αποκαλυπτικά
     κλητική αποκαλυπτικοί αποκαλυπτικές αποκαλυπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποκαλυπτικός < μεσαιωνική ελληνική ἀποκαλυπτικός < αρχαία ελληνική ἀποκαλύπτω

Επίθετο

αποκαλυπτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.