αποκαλυπτήριος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκαλυπτήριος η αποκαλυπτήρια το αποκαλυπτήριο
      γενική του αποκαλυπτήριου της αποκαλυπτήριας του αποκαλυπτήριου
    αιτιατική τον αποκαλυπτήριο την αποκαλυπτήρια το αποκαλυπτήριο
     κλητική αποκαλυπτήριε αποκαλυπτήρια αποκαλυπτήριο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκαλυπτήριοι οι αποκαλυπτήριες τα αποκαλυπτήρια
      γενική των αποκαλυπτήριων των αποκαλυπτήριων των αποκαλυπτήριων
    αιτιατική τους αποκαλυπτήριους τις αποκαλυπτήριες τα αποκαλυπτήρια
     κλητική αποκαλυπτήριοι αποκαλυπτήριες αποκαλυπτήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποκαλυπτήριος < αποκαλύπτω + -τήριος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική unveiling)

Επίθετο

αποκαλυπτήριος, -α, -ο

  1. που συμβάλλει σε αποκάλυψη
  2. (ουσιαστικοποιημένο) αποκαλυπτήρια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.