αποθηριώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποθηριώνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀποθηριόω / ἀποθηρι(ῶ) + -ώνω < ἀπο- (απο-) + θηρίον
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.θi.ɾiˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐θη‐ρι‐ώ‐νω
Ρήμα
αποθηριώνω, αόρ.: αποθηρίωσα, παθ.φωνή: αποθηριώνομαι, π.αόρ.: αποθηριώθηκα, μτχ.π.π.: αποθηριωμένος
- (κυριολεκτικά) μετατρέπω κάποιον σε θηρίο
- (μεταφορικά) κάνω κάποιον έξαλλο, τον εξοργίζω υπερβολικά
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποθηριώνω | αποθηρίωνα | θα αποθηριώνω | να αποθηριώνω | αποθηριώνοντας | |
| β' ενικ. | αποθηριώνεις | αποθηρίωνες | θα αποθηριώνεις | να αποθηριώνεις | αποθηρίωνε | |
| γ' ενικ. | αποθηριώνει | αποθηρίωνε | θα αποθηριώνει | να αποθηριώνει | ||
| α' πληθ. | αποθηριώνουμε | αποθηριώναμε | θα αποθηριώνουμε | να αποθηριώνουμε | ||
| β' πληθ. | αποθηριώνετε | αποθηριώνατε | θα αποθηριώνετε | να αποθηριώνετε | αποθηριώνετε | |
| γ' πληθ. | αποθηριώνουν(ε) | αποθηρίωναν αποθηριώναν(ε) |
θα αποθηριώνουν(ε) | να αποθηριώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποθηρίωσα | θα αποθηριώσω | να αποθηριώσω | αποθηριώσει | ||
| β' ενικ. | αποθηρίωσες | θα αποθηριώσεις | να αποθηριώσεις | αποθηρίωσε | ||
| γ' ενικ. | αποθηρίωσε | θα αποθηριώσει | να αποθηριώσει | |||
| α' πληθ. | αποθηριώσαμε | θα αποθηριώσουμε | να αποθηριώσουμε | |||
| β' πληθ. | αποθηριώσατε | θα αποθηριώσετε | να αποθηριώσετε | αποθηριώστε | ||
| γ' πληθ. | αποθηρίωσαν αποθηριώσαν(ε) |
θα αποθηριώσουν(ε) | να αποθηριώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αποθηριώσει | είχα αποθηριώσει | θα έχω αποθηριώσει | να έχω αποθηριώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αποθηριώσει | είχες αποθηριώσει | θα έχεις αποθηριώσει | να έχεις αποθηριώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αποθηριώσει | είχε αποθηριώσει | θα έχει αποθηριώσει | να έχει αποθηριώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποθηριώσει | είχαμε αποθηριώσει | θα έχουμε αποθηριώσει | να έχουμε αποθηριώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αποθηριώσει | είχατε αποθηριώσει | θα έχετε αποθηριώσει | να έχετε αποθηριώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποθηριώσει | είχαν αποθηριώσει | θα έχουν αποθηριώσει | να έχουν αποθηριώσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αποθηριώνομαι | αποθηριωνόμουν(α) | θα αποθηριώνομαι | να αποθηριώνομαι | ||
| β' ενικ. | αποθηριώνεσαι | αποθηριωνόσουν(α) | θα αποθηριώνεσαι | να αποθηριώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | αποθηριώνεται | αποθηριωνόταν(ε) | θα αποθηριώνεται | να αποθηριώνεται | ||
| α' πληθ. | αποθηριωνόμαστε | αποθηριωνόμαστε αποθηριωνόμασταν |
θα αποθηριωνόμαστε | να αποθηριωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποθηριώνεστε | αποθηριωνόσαστε αποθηριωνόσασταν |
θα αποθηριώνεστε | να αποθηριώνεστε | (αποθηριώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αποθηριώνονται | αποθηριώνονταν αποθηριωνόντουσαν |
θα αποθηριώνονται | να αποθηριώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποθηριώθηκα | θα αποθηριωθώ | να αποθηριωθώ | αποθηριωθεί | ||
| β' ενικ. | αποθηριώθηκες | θα αποθηριωθείς | να αποθηριωθείς | αποθηριώσου | ||
| γ' ενικ. | αποθηριώθηκε | θα αποθηριωθεί | να αποθηριωθεί | |||
| α' πληθ. | αποθηριωθήκαμε | θα αποθηριωθούμε | να αποθηριωθούμε | |||
| β' πληθ. | αποθηριωθήκατε | θα αποθηριωθείτε | να αποθηριωθείτε | αποθηριωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποθηριώθηκαν αποθηριωθήκαν(ε) |
θα αποθηριωθούν(ε) | να αποθηριωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποθηριωθεί | είχα αποθηριωθεί | θα έχω αποθηριωθεί | να έχω αποθηριωθεί | αποθηριωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποθηριωθεί | είχες αποθηριωθεί | θα έχεις αποθηριωθεί | να έχεις αποθηριωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποθηριωθεί | είχε αποθηριωθεί | θα έχει αποθηριωθεί | να έχει αποθηριωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποθηριωθεί | είχαμε αποθηριωθεί | θα έχουμε αποθηριωθεί | να έχουμε αποθηριωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποθηριωθεί | είχατε αποθηριωθεί | θα έχετε αποθηριωθεί | να έχετε αποθηριωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποθηριωθεί | είχαν αποθηριωθεί | θα έχουν αποθηριωθεί | να έχουν αποθηριωθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποθηριωμένος - είμαστε, είστε, είναι αποθηριωμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποθηριωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποθηριωμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποθηριωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποθηριωμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποθηριωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποθηριωμένοι | |||||
Μεταφράσεις
αποθηριώνω
|
Πηγές
- αποθηριώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αποθηριώνω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.