αποθετήριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποθετήριος | η | αποθετήρια | το | αποθετήριο |
| γενική | του | αποθετήριου | της | αποθετήριας | του | αποθετήριου |
| αιτιατική | τον | αποθετήριο | την | αποθετήρια | το | αποθετήριο |
| κλητική | αποθετήριε | αποθετήρια | αποθετήριο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποθετήριοι | οι | αποθετήριες | τα | αποθετήρια |
| γενική | των | αποθετήριων | των | αποθετήριων | των | αποθετήριων |
| αιτιατική | τους | αποθετήριους | τις | αποθετήριες | τα | αποθετήρια |
| κλητική | αποθετήριοι | αποθετήριες | αποθετήρια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποθετήριος < αρχαία ελληνική ἀπόθετος + -τήριος < ἀποτίθεμαι < τίθεμαι
Συγγενικά
- αποθετήριο
- → δείτε τις λέξεις αποθέτω και θέτω
Μεταφράσεις
αποθετήριος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.