αποτεθειμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποτεθειμένος | η | αποτεθειμένη | το | αποτεθειμένο |
| γενική | του | αποτεθειμένου | της | αποτεθειμένης | του | αποτεθειμένου |
| αιτιατική | τον | αποτεθειμένο | την | αποτεθειμένη | το | αποτεθειμένο |
| κλητική | αποτεθειμένε | αποτεθειμένη | αποτεθειμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποτεθειμένοι | οι | αποτεθειμένες | τα | αποτεθειμένα |
| γενική | των | αποτεθειμένων | των | αποτεθειμένων | των | αποτεθειμένων |
| αιτιατική | τους | αποτεθειμένους | τις | αποτεθειμένες | τα | αποτεθειμένα |
| κλητική | αποτεθειμένοι | αποτεθειμένες | αποτεθειμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποτεθειμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποθέτω
Μεταφράσεις
αποτεθειμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.