αποζημιωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποζημιωμένος η αποζημιωμένη το αποζημιωμένο
      γενική του αποζημιωμένου της αποζημιωμένης του αποζημιωμένου
    αιτιατική τον αποζημιωμένο την αποζημιωμένη το αποζημιωμένο
     κλητική αποζημιωμένε αποζημιωμένη αποζημιωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποζημιωμένοι οι αποζημιωμένες τα αποζημιωμένα
      γενική των αποζημιωμένων των αποζημιωμένων των αποζημιωμένων
    αιτιατική τους αποζημιωμένους τις αποζημιωμένες τα αποζημιωμένα
     κλητική αποζημιωμένοι αποζημιωμένες αποζημιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αποζημιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποζημιώνω

Μετοχή

αποζημιωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.