αποδεχόμενων
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος μετοχής
αποδεχόμενων και αποδεχομένων
- γενική πληθυντικού του αποδεχόμενος
- γενική πληθυντικού του αποδεχόμενη και αποδεχομένη
- γενική πληθυντικού του αποδεχόμενο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.