αποδειγμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποδειγμένος η αποδειγμένη το αποδειγμένο
      γενική του αποδειγμένου της αποδειγμένης του αποδειγμένου
    αιτιατική τον αποδειγμένο την αποδειγμένη το αποδειγμένο
     κλητική αποδειγμένε αποδειγμένη αποδειγμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποδειγμένοι οι αποδειγμένες τα αποδειγμένα
      γενική των αποδειγμένων των αποδειγμένων των αποδειγμένων
    αιτιατική τους αποδειγμένους τις αποδειγμένες τα αποδειγμένα
     κλητική αποδειγμένοι αποδειγμένες αποδειγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή

αποδειγμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.