απογραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απογραμμένος | η | απογραμμένη | το | απογραμμένο |
| γενική | του | απογραμμένου | της | απογραμμένης | του | απογραμμένου |
| αιτιατική | τον | απογραμμένο | την | απογραμμένη | το | απογραμμένο |
| κλητική | απογραμμένε | απογραμμένη | απογραμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απογραμμένοι | οι | απογραμμένες | τα | απογραμμένα |
| γενική | των | απογραμμένων | των | απογραμμένων | των | απογραμμένων |
| αιτιατική | τους | απογραμμένους | τις | απογραμμένες | τα | απογραμμένα |
| κλητική | απογραμμένοι | απογραμμένες | απογραμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απογραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απογράφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.