ξεμπαρκάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξεμπαρκάρισμα | τα | ξεμπαρκαρίσματα |
| γενική | του | ξεμπαρκαρίσματος | των | ξεμπαρκαρισμάτων |
| αιτιατική | το | ξεμπαρκάρισμα | τα | ξεμπαρκαρίσματα |
| κλητική | ξεμπαρκάρισμα | ξεμπαρκαρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξεμπαρκάρισμα < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
ξεμπαρκάρισμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.