ευθύτητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευθύτητα οι ευθύτητες
      γενική της ευθύτητας των ευθυτήτων
    αιτιατική την ευθύτητα τις ευθύτητες
     κλητική ευθύτητα ευθύτητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευθύτητα < ευθύς

Ουσιαστικό

ευθύτητα θηλυκό χωρίς πληθυντικό

  • η ιδιότητα του να είναι κάποιος ευθύς
η ευθύτητα της πορείας
μερικές φορές ξαφνιάζει η ευθύτητά σου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.