ἁπλότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- από το ἁπλοῦς
Ουσιαστικό
ἁπλότης θηλυκό
- Οὐκοῦν ἐκεῖ μὲν ἀκολασίαν ἡ ποικιλία ἐνέτικτεν͵ ἐνταῦθα δὲ νόσον͵ ἡ δὲ ἁπλότης κατὰ μὲν μουσικὴν ἐν ψυχαῖς σωφροσύνην͵ κατὰ δὲ γυμναστικὴν ἐν σώμασιν ὑγίειαν; (Πλάτων, Πολιτεία, 404.e.3-5)
- οὕτω καὶ Κύρου ἐκ τῆς πολυλογίας οὐ θράσος διεφαίνετο͵ ἀλλ΄ ἁπλότης καὶ φιλοστοργία (Ξενοφ. Κύρου Παιδεία, 1.4.3.10-11)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.