απευθυνόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απευθυνόμενος | η | απευθυνόμενη | το | απευθυνόμενο |
| γενική | του | απευθυνόμενου | της | απευθυνόμενης | του | απευθυνόμενου |
| αιτιατική | τον | απευθυνόμενο | την | απευθυνόμενη | το | απευθυνόμενο |
| κλητική | απευθυνόμενε | απευθυνόμενη | απευθυνόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απευθυνόμενοι | οι | απευθυνόμενες | τα | απευθυνόμενα |
| γενική | των | απευθυνόμενων | των | απευθυνόμενων | των | απευθυνόμενων |
| αιτιατική | τους | απευθυνόμενους | τις | απευθυνόμενες | τα | απευθυνόμενα |
| κλητική | απευθυνόμενοι | απευθυνόμενες | απευθυνόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.