envoy

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

envoy (en)

  1. η αποστολή, ομάδα απεσταλμένων (αντιπροσώπων, διπλωματών, αγγελιαφόρων κτλ.)
  2. ο απεσταλμένος (αντιπρόσωπος, διπλωμάτης, αγγελιαφόρος κτλ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.