απερπάτητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απερπάτητος η απερπάτητη το απερπάτητο
      γενική του απερπάτητου της απερπάτητης του απερπάτητου
    αιτιατική τον απερπάτητο την απερπάτητη το απερπάτητο
     κλητική απερπάτητε απερπάτητη απερπάτητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απερπάτητοι οι απερπάτητες τα απερπάτητα
      γενική των απερπάτητων των απερπάτητων των απερπάτητων
    αιτιατική τους απερπάτητους τις απερπάτητες τα απερπάτητα
     κλητική απερπάτητοι απερπάτητες απερπάτητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απερπάτητος < μεσαιωνική ελληνική απερπάτητος < α- + περπατώ

Επίθετο

απερπάτητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει περπατηθεί ή δεν μπορεί να περπατηθεί
  2. (μεταφορικά) αδιάβατος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.