απείρακτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απείρακτος | η | απείρακτη | το | απείρακτο |
| γενική | του | απείρακτου | της | απείρακτης | του | απείρακτου |
| αιτιατική | τον | απείρακτο | την | απείρακτη | το | απείρακτο |
| κλητική | απείρακτε | απείρακτη | απείρακτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απείρακτοι | οι | απείρακτες | τα | απείρακτα |
| γενική | των | απείρακτων | των | απείρακτων | των | απείρακτων |
| αιτιατική | τους | απείρακτους | τις | απείρακτες | τα | απείρακτα |
| κλητική | απείρακτοι | απείρακτες | απείρακτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απείρακτος < απείραχτος με λόγια επίδραση [xt] > [kt] (α- + (πειράζω) πειρακ- + -τος) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpi.ɾa.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πεί‐ρα‐κτος
Μεταφράσεις
απείρακτος
|
Αναφορές
- απείραχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απείραγος, απείραχτος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.