ἀπάτη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀπᾰτα-
ονομαστική ἀπάτη αἱ ἀπάται
      γενική τῆς ἀπάτης τῶν ἀπατῶν
      δοτική τῇ ἀπάτ ταῖς ἀπάταις
    αιτιατική τὴν ἀπάτην τὰς ἀπάτᾱς
     κλητική ! ἀπάτη ἀπάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀπάτ
γεν-δοτ τοῖν  ἀπάταιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀπάτη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ἀπάτη, -ης [ἀπᾰτη] θηλυκό

  1. απάτη, εξαπάτηση
  2. τέχνασμα
  3. ψευδαίσθηση

Συγγενικά

  • ἀπατεών
  • ...

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.