απαρομοίαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαρομοίαστος | η | απαρομοίαστη | το | απαρομοίαστο |
| γενική | του | απαρομοίαστου | της | απαρομοίαστης | του | απαρομοίαστου |
| αιτιατική | τον | απαρομοίαστο | την | απαρομοίαστη | το | απαρομοίαστο |
| κλητική | απαρομοίαστε | απαρομοίαστη | απαρομοίαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαρομοίαστοι | οι | απαρομοίαστες | τα | απαρομοίαστα |
| γενική | των | απαρομοίαστων | των | απαρομοίαστων | των | απαρομοίαστων |
| αιτιατική | τους | απαρομοίαστους | τις | απαρομοίαστες | τα | απαρομοίαστα |
| κλητική | απαρομοίαστοι | απαρομοίαστες | απαρομοίαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαρομοίαστος < α- στερητικό + (παρομοιάζω) παρομοιασ- + -τος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.pa.ɾoˈmi.a.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πα‐ρο‐μοί‐α‐στος
Επίθετο
απαρομοίαστος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να παρομοιαστεί, που δεν συγκρίνεται
- άλλες μορφές: απαρόμοιαστος → δείτε και απαράμοιαστος[2]
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις παρομοιάζω, παρόμοιος και όμοιος
Μεταφράσεις
απαρομοίαστος
|
|
Αναφορές
- απαρομοίαστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- απαρομοίαστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.