απαρομοίαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρομοίαστος η απαρομοίαστη το απαρομοίαστο
      γενική του απαρομοίαστου της απαρομοίαστης του απαρομοίαστου
    αιτιατική τον απαρομοίαστο την απαρομοίαστη το απαρομοίαστο
     κλητική απαρομοίαστε απαρομοίαστη απαρομοίαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρομοίαστοι οι απαρομοίαστες τα απαρομοίαστα
      γενική των απαρομοίαστων των απαρομοίαστων των απαρομοίαστων
    αιτιατική τους απαρομοίαστους τις απαρομοίαστες τα απαρομοίαστα
     κλητική απαρομοίαστοι απαρομοίαστες απαρομοίαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαρομοίαστος < α- στερητικό + (παρομοιάζω) παρομοιασ- + -τος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.pa.ɾoˈmi.a.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απαρομοίαστος

Επίθετο

απαρομοίαστος, -η, -ο

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.