απαρόμοιαστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρόμοιαστος η απαρόμοιαστη το απαρόμοιαστο
      γενική του απαρόμοιαστου της απαρόμοιαστης του απαρόμοιαστου
    αιτιατική τον απαρόμοιαστο την απαρόμοιαστη το απαρόμοιαστο
     κλητική απαρόμοιαστε απαρόμοιαστη απαρόμοιαστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρόμοιαστοι οι απαρόμοιαστες τα απαρόμοιαστα
      γενική των απαρόμοιαστων των απαρόμοιαστων των απαρόμοιαστων
    αιτιατική τους απαρόμοιαστους τις απαρόμοιαστες τα απαρόμοιαστα
     κλητική απαρόμοιαστοι απαρόμοιαστες απαρόμοιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαρόμοιαστος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /a.paˈɾo.mɲa.stos/ (με συνίζηση)
τυπογραφικός συλλαβισμός: απαρόμοιαστος

Επίθετο

απαρόμοιαστος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. απαρόμοιαστος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.