απαριθμημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαριθμημένος η απαριθμημένη το απαριθμημένο
      γενική του απαριθμημένου της απαριθμημένης του απαριθμημένου
    αιτιατική τον απαριθμημένο την απαριθμημένη το απαριθμημένο
     κλητική απαριθμημένε απαριθμημένη απαριθμημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαριθμημένοι οι απαριθμημένες τα απαριθμημένα
      γενική των απαριθμημένων των απαριθμημένων των απαριθμημένων
    αιτιατική τους απαριθμημένους τις απαριθμημένες τα απαριθμημένα
     κλητική απαριθμημένοι απαριθμημένες απαριθμημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαριθμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαριθμώ

Μετοχή

απαριθμημένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη απαριθμώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.