απαριθμώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απαριθμώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπαριθμῶ, συνηρημένος τύπος του ἀπαριθμέω < ἀπ- + ἀριθμέω / ἀριθμῶ
Ρήμα
απαριθμώ, αόρ.: απαρίθμησα, παθ.φωνή: απαριθμούμαι, π.αόρ.: απαριθμήθηκα, μτχ.π.π.: απαριθμημένος
Συγγενικά
- απαριθμημένος
- απαρίθμηση
- απαριθμήσιμος
- απαριθμητής
- απαριθμητός
- → δείτε τις λέξεις αριθμώ και αριθμός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απαριθμώ | απαριθμούσα | θα απαριθμώ | να απαριθμώ | απαριθμώντας | |
| β' ενικ. | απαριθμείς | απαριθμούσες | θα απαριθμείς | να απαριθμείς | ||
| γ' ενικ. | απαριθμεί | απαριθμούσε | θα απαριθμεί | να απαριθμεί | ||
| α' πληθ. | απαριθμούμε | απαριθμούσαμε | θα απαριθμούμε | να απαριθμούμε | ||
| β' πληθ. | απαριθμείτε | απαριθμούσατε | θα απαριθμείτε | να απαριθμείτε | απαριθμείτε | |
| γ' πληθ. | απαριθμούν(ε) | απαριθμούσαν(ε) | θα απαριθμούν(ε) | να απαριθμούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απαρίθμησα | θα απαριθμήσω | να απαριθμήσω | απαριθμήσει | ||
| β' ενικ. | απαρίθμησες | θα απαριθμήσεις | να απαριθμήσεις | απαρίθμησε | ||
| γ' ενικ. | απαρίθμησε | θα απαριθμήσει | να απαριθμήσει | |||
| α' πληθ. | απαριθμήσαμε | θα απαριθμήσουμε | να απαριθμήσουμε | |||
| β' πληθ. | απαριθμήσατε | θα απαριθμήσετε | να απαριθμήσετε | απαριθμήστε | ||
| γ' πληθ. | απαρίθμησαν απαριθμήσαν(ε) |
θα απαριθμήσουν(ε) | να απαριθμήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω απαριθμήσει | είχα απαριθμήσει | θα έχω απαριθμήσει | να έχω απαριθμήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις απαριθμήσει | είχες απαριθμήσει | θα έχεις απαριθμήσει | να έχεις απαριθμήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει απαριθμήσει | είχε απαριθμήσει | θα έχει απαριθμήσει | να έχει απαριθμήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε απαριθμήσει | είχαμε απαριθμήσει | θα έχουμε απαριθμήσει | να έχουμε απαριθμήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε απαριθμήσει | είχατε απαριθμήσει | θα έχετε απαριθμήσει | να έχετε απαριθμήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν απαριθμήσει | είχαν απαριθμήσει | θα έχουν απαριθμήσει | να έχουν απαριθμήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | απαριθμούμαι | απαριθμούμουν | θα απαριθμούμαι | να απαριθμούμαι | ||
| β' ενικ. | απαριθμείσαι | απαριθμούσουν | θα απαριθμείσαι | να απαριθμείσαι | ||
| γ' ενικ. | απαριθμείται | απαριθμούνταν | θα απαριθμείται | να απαριθμείται | ||
| α' πληθ. | απαριθμούμαστε | απαριθμούμασταν απαριθμούμαστε |
θα απαριθμούμαστε | να απαριθμούμαστε | ||
| β' πληθ. | απαριθμείστε | απαριθμούσασταν απαριθμούσαστε |
θα απαριθμείστε | να απαριθμείστε | απαριθμείστε | |
| γ' πληθ. | απαριθμούνται | απαριθμούνταν | θα απαριθμούνται | να απαριθμούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | απαριθμήθηκα | θα απαριθμηθώ | να απαριθμηθώ | απαριθμηθεί | ||
| β' ενικ. | απαριθμήθηκες | θα απαριθμηθείς | να απαριθμηθείς | απαριθμήσου | ||
| γ' ενικ. | απαριθμήθηκε | θα απαριθμηθεί | να απαριθμηθεί | |||
| α' πληθ. | απαριθμηθήκαμε | θα απαριθμηθούμε | να απαριθμηθούμε | |||
| β' πληθ. | απαριθμηθήκατε | θα απαριθμηθείτε | να απαριθμηθείτε | απαριθμηθείτε | ||
| γ' πληθ. | απαριθμήθηκαν απαριθμηθήκαν(ε) |
θα απαριθμηθούν(ε) | να απαριθμηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω απαριθμηθεί | είχα απαριθμηθεί | θα έχω απαριθμηθεί | να έχω απαριθμηθεί | απαριθμημένος | |
| β' ενικ. | έχεις απαριθμηθεί | είχες απαριθμηθεί | θα έχεις απαριθμηθεί | να έχεις απαριθμηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει απαριθμηθεί | είχε απαριθμηθεί | θα έχει απαριθμηθεί | να έχει απαριθμηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε απαριθμηθεί | είχαμε απαριθμηθεί | θα έχουμε απαριθμηθεί | να έχουμε απαριθμηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε απαριθμηθεί | είχατε απαριθμηθεί | θα έχετε απαριθμηθεί | να έχετε απαριθμηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν απαριθμηθεί | είχαν απαριθμηθεί | θα έχουν απαριθμηθεί | να έχουν απαριθμηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι απαριθμημένος - είμαστε, είστε, είναι απαριθμημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν απαριθμημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν απαριθμημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι απαριθμημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι απαριθμημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι απαριθμημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι απαριθμημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.