απαρηγόρητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρηγόρητος η απαρηγόρητη το απαρηγόρητο
      γενική του απαρηγόρητου της απαρηγόρητης του απαρηγόρητου
    αιτιατική τον απαρηγόρητο την απαρηγόρητη το απαρηγόρητο
     κλητική απαρηγόρητε απαρηγόρητη απαρηγόρητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρηγόρητοι οι απαρηγόρητες τα απαρηγόρητα
      γενική των απαρηγόρητων των απαρηγόρητων των απαρηγόρητων
    αιτιατική τους απαρηγόρητους τις απαρηγόρητες τα απαρηγόρητα
     κλητική απαρηγόρητοι απαρηγόρητες απαρηγόρητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαρηγόρητος < αρχαία ελληνική ἀπαρηγόρητος < ἀ- στερητικό + παρηγορέω + -τος

Επίθετο

απαρηγόρητος

  • που δεν μπορεί εύκολα να παρηγορηθεί, να ησυχάσει, να σταματήσει να θρηνεί, να κλαίει κλπ
      Πήγαινα κοντά του να τον παρηγορήσω αλλά ήταν απαρηγόρητος. (Γιάννης Γουδέλης, Τα μάτια της δίδυμης)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.