απαραμύθητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απαραμύθητος | η | απαραμύθητη | το | απαραμύθητο |
| γενική | του | απαραμύθητου | της | απαραμύθητης | του | απαραμύθητου |
| αιτιατική | τον | απαραμύθητο | την | απαραμύθητη | το | απαραμύθητο |
| κλητική | απαραμύθητε | απαραμύθητη | απαραμύθητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απαραμύθητοι | οι | απαραμύθητες | τα | απαραμύθητα |
| γενική | των | απαραμύθητων | των | απαραμύθητων | των | απαραμύθητων |
| αιτιατική | τους | απαραμύθητους | τις | απαραμύθητες | τα | απαραμύθητα |
| κλητική | απαραμύθητοι | απαραμύθητες | απαραμύθητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απαραμύθητος < αρχαία ελληνική ἀπαραμύθητος
Συγγενικά
- απαραμύθητα
- → δείτε τις λέξεις παραμυθία, παραμύθι και μύθος
Μεταφράσεις
απαραμύθητος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.