ἀπαραμύθητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀπαραμύθητος | τὸ | ἀπαραμύθητον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀπαραμυθήτου | τοῦ | ἀπαραμυθήτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀπαραμυθήτῳ | τῷ | ἀπαραμυθήτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀπαραμύθητον | τὸ | ἀπαραμύθητον | ||
| κλητική ὦ! | ἀπαραμύθητε | ἀπαραμύθητον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀπαραμύθητοι | τὰ | ἀπαραμύθητᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀπαραμυθήτων | τῶν | ἀπαραμυθήτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀπαραμυθήτοις | τοῖς | ἀπαραμυθήτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀπαραμυθήτους | τὰ | ἀπαραμύθητᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀπαραμύθητοι | ἀπαραμύθητᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπαραμυθήτω | τὼ | ἀπαραμυθήτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀπαραμυθήτοιν | τοῖν | ἀπαραμυθήτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀπαραμύθητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἀπαραμύθητος, -ος, -ον
- απαρηγόρητος
- αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες, αδιάλλακτος, ανένδοτος, ανυποχώρητος
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Επινομίς, 980d @scaife.perseus
- φράζων ὡς εἰσὶν θεοὶ ἐπιμελούμενοι πάντων, σμικρῶν καὶ μειζόνων, καὶ σχεδὸν ἀπαραμύθητοι τῶν περὶ τὰ δίκαιά εἰσιν πράγματα
- ※ 5ος/4oς αιώνας πκε ⌘ Πλάτων, Επινομίς, 980d @scaife.perseus
- αδιόρθωτος
Παράγωγα
- ἀπαραμυθήτως (επίρρημα)
Πηγές
- ἀπαραμύθητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπαραμύθητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.