απαλλακτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαλλακτικός η απαλλακτική το απαλλακτικό
      γενική του απαλλακτικού της απαλλακτικής του απαλλακτικού
    αιτιατική τον απαλλακτικό την απαλλακτική το απαλλακτικό
     κλητική απαλλακτικέ απαλλακτική απαλλακτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαλλακτικοί οι απαλλακτικές τα απαλλακτικά
      γενική των απαλλακτικών των απαλλακτικών των απαλλακτικών
    αιτιατική τους απαλλακτικούς τις απαλλακτικές τα απαλλακτικά
     κλητική απαλλακτικοί απαλλακτικές απαλλακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαλλακτικός < (ελληνιστική κοινή) ἀπαλλακτικός

Επίθετο

απαλλακτικός -ή -ό

απαλλακτικό βούλευμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.