αθωωτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αθωωτικός | η | αθωωτική | το | αθωωτικό |
| γενική | του | αθωωτικού | της | αθωωτικής | του | αθωωτικού |
| αιτιατική | τον | αθωωτικό | την | αθωωτική | το | αθωωτικό |
| κλητική | αθωωτικέ | αθωωτική | αθωωτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αθωωτικοί | οι | αθωωτικές | τα | αθωωτικά |
| γενική | των | αθωωτικών | των | αθωωτικών | των | αθωωτικών |
| αιτιατική | τους | αθωωτικούς | τις | αθωωτικές | τα | αθωωτικά |
| κλητική | αθωωτικοί | αθωωτικές | αθωωτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.θo.o.tiˈkos/
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αθωωτικός
|
|
Αναφορές
- αθωωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.