απαγορευμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαγορευμένος η απαγορευμένη το απαγορευμένο
      γενική του απαγορευμένου της απαγορευμένης του απαγορευμένου
    αιτιατική τον απαγορευμένο την απαγορευμένη το απαγορευμένο
     κλητική απαγορευμένε απαγορευμένη απαγορευμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαγορευμένοι οι απαγορευμένες τα απαγορευμένα
      γενική των απαγορευμένων των απαγορευμένων των απαγορευμένων
    αιτιατική τους απαγορευμένους τις απαγορευμένες τα απαγορευμένα
     κλητική απαγορευμένοι απαγορευμένες απαγορευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απαγορευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαγορεύω

Μετοχή

απαγορευμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη απαγορεύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.