απελάσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

απελάσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος απελαύνω
  2. θα απελάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος απελαύνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

απελάσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απέλαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.