αξυρισιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αξυρισιά | οι | αξυρισιές |
| γενική | της | αξυρισιάς | των | αξυρισιών |
| αιτιατική | την | αξυρισιά | τις | αξυρισιές |
| κλητική | αξυρισιά | αξυρισιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ksi.ɾiˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξυ‐ρι‐σιά
Ουσιαστικό
αξυρισιά θηλυκό
- η κατάσταση του αξύριστου
- ※ Ο πατέρας του έδινε έμφαση στην αξυρισιά, θεωρώντας τη συνώνυμο ανδρείας και ρομαντικής βαρβαρότητας. (Γιάννης Ξανθούλης (2012), Ο γιος του δάσκαλου [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
- αξύριστος, αξούριστος
- αξυρισία, αξουρισία, αξουρισιά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.