αξούριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξούριστος | η | αξούριστη | το | αξούριστο |
| γενική | του | αξούριστου | της | αξούριστης | του | αξούριστου |
| αιτιατική | τον | αξούριστο | την | αξούριστη | το | αξούριστο |
| κλητική | αξούριστε | αξούριστη | αξούριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξούριστοι | οι | αξούριστες | τα | αξούριστα |
| γενική | των | αξούριστων | των | αξούριστων | των | αξούριστων |
| αιτιατική | τους | αξούριστους | τις | αξούριστες | τα | αξούριστα |
| κλητική | αξούριστοι | αξούριστες | αξούριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξούριστος < μεσαιωνική ελληνική αξούριστος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ξυρίζω
Μεταφράσεις
αξούριστος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.