αξιόχρεο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αξιόχρεο τα αξιόχρεα
      γενική του αξιόχρεου των αξιόχρεων
    αιτιατική το αξιόχρεο τα αξιόχρεα
     κλητική αξιόχρεο αξιόχρεα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αξιόχρεο < ουδέτερο του αξιόχρεος

Ουσιαστικό

αξιόχρεο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.