αξεκαθάριστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξεκαθάριστος | η | αξεκαθάριστη | το | αξεκαθάριστο |
| γενική | του | αξεκαθάριστου | της | αξεκαθάριστης | του | αξεκαθάριστου |
| αιτιατική | τον | αξεκαθάριστο | την | αξεκαθάριστη | το | αξεκαθάριστο |
| κλητική | αξεκαθάριστε | αξεκαθάριστη | αξεκαθάριστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξεκαθάριστοι | οι | αξεκαθάριστες | τα | αξεκαθάριστα |
| γενική | των | αξεκαθάριστων | των | αξεκαθάριστων | των | αξεκαθάριστων |
| αιτιατική | τους | αξεκαθάριστους | τις | αξεκαθάριστες | τα | αξεκαθάριστα |
| κλητική | αξεκαθάριστοι | αξεκαθάριστες | αξεκαθάριστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αξεκαθάριστος < α- + ξεκαθαρίζω + -τος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- αξεκαθάριστα
- → δείτε τις λέξεις ξεκαθαρίζω και καθαρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.