σκαπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκαπτικός | η | σκαπτική | το | σκαπτικό |
| γενική | του | σκαπτικού | της | σκαπτικής | του | σκαπτικού |
| αιτιατική | τον | σκαπτικό | τη | σκαπτική | το | σκαπτικό |
| κλητική | σκαπτικέ | σκαπτική | σκαπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκαπτικοί | οι | σκαπτικές | τα | σκαπτικά |
| γενική | των | σκαπτικών | των | σκαπτικών | των | σκαπτικών |
| αιτιατική | τους | σκαπτικούς | τις | σκαπτικές | τα | σκαπτικά |
| κλητική | σκαπτικοί | σκαπτικές | σκαπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ska.ptiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐πτι‐κός
Επίθετο
σκαπτικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με το σκάψιμο ή που χρησιμοποιείται για αυτό
- (ουσιαστικοποιημένο) σκαπτικά: η αμοιβή για της υπηρεσίες σκαψίματος
- (ουσιαστικοποιημένο, ζωολογία) σκαπτικό: το έντομο που αφήνει τα αυγά του σε στοές που σκάβει το ίδιο[2]
Μεταφράσεις
σκαπτικός
|
|
Αναφορές
- σκαπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.